εγερτήριος

εγερτήριος
ος , ον пробуждающий; относящийся к утреннему подъёму;

εγερτήριο (σάλπισμα) — а) подъём, сигнал к побудке; — б) призыв, сигнал к восстанию, сопротивлению


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εγερτήριος" в других словарях:

  • εγερτήριος — α, ο 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να αφυπνίζει 2. αυτός που έχει την ικανότητα να ερεθίζει 3. το ουδ. ως ουσ. το εγερτήριο* …   Dictionary of Greek

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»